- φάρσωμα
- το потолстение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φάρσωμα — ώματος, τὸ, ΜΑ μσν. πρόχειρος μεσότοιχος, τσατμάς αρχ. τοποθέτηση τής τρόπιδας ναυπηγούμενου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάρσος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλεύρ ωμα: πλευρά)] … Dictionary of Greek